σκυλολόγι

σκυλολόγι
το, Ν
βλ. σκυλολόι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυλολόι — και σκυλολόγι, το, Ν 1. ομάδα, σύνολο σκύλων 2. μτφ. υβριστ. σύνολο ανθρώπων τών οποίων οι ισχυρισμοί, οι γνώμες και οι διαμαρτυρίες δεν αξίζει να λαμβάνονται υπ όψιν, γιατί μοιάζουν με γαυγίσματα σκύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + λόγι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”